- θεόσεπτος
- θεόσεπτος, -ον (Α)1. αυτός τον οποίο σέβεται, τον τιμά κάποιος ως θεό2. άγιος, όσιος3. ευσεβής, θεοσεβής.[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο-* + -σεπτος (< σέβομαι), πρβλ. πάν-σεπτος, περί-σεπτος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θεόσεπτος — feared as divine masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεόσεπτον — θεόσεπτος feared as divine masc/fem acc sg θεόσεπτος feared as divine neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεοσέπτου — θεόσεπτος feared as divine masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεο- — (AM θεο ) πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής ελληνικής που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το δεύτερο συνθετικό γίνεται από τον θεό (ή τους θεούς) ή για χάρη τού θεού ή έχει ως αντικείμενο τον θεό («θεόδμητος», «θεοσεβής», «θεόφρων»)… … Dictionary of Greek